- τόλμη
- η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τόλμα Α1. θάρρος, αφοβία, σθένος, περιφρόνηση τού κινδύνου (α. «είχε την τόλμη να υψώσει το ανάστημά του απέναντι στους ισχυρούς» β. «ἐκπεπλῆχθαι μὲν ἐπὶ τῇ πολυφροσύνη τε καὶ τόλμη», Ηρόδ.)2. συνεκδ. (με κακή σημ.) θράσος, προπέτεια, αναίδεια (α. «και ύστερα από όλα όσα έκανες έχεις την τόλμη να μιλάς» β. «τόλμης ἔργα κἀναισχυντίας», Αριστοφ.)αρχ.1. (κατ' επέκτ.) παράτολμη πράξη («φίλτρα τόλμης τῆσδε», Αισχύλ.)2. (στους Πυθαγορείους) ονομασία τού αριθμού δύο3. φρ. «τόλμα καλῶν» — θάρρος για καλές και γενναίες πράξεις (Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τόλμη /τόλμᾱ έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα tol τής μονοσύλλαβης μορφής *tel- τής ρίζας τού τάλας (βλ. λ. τάλας) και εμφανίζει επίθημα -μη (πρβλ. θέρ-μη, χάρ-μη). Κατ' άλλους, ωστόσο, η λ. ανάγεται στον τ. tolă τής δισύλλαβης μορφής *telā- τής ίδιας ρίζας με ετεροιωμένο το α' φωνήεν και συνεσταλμένο το β' και έχει σχηματιστεί ως εξής: *τολᾰ-μᾱ> *τολο-μᾱ με αφομοιωτική τροπή τού -α- σε -ο- > τολ-μᾱ με συγκοπή. Στην ιων.-αττ., εξάλλου, απαντά και ο τ. τόλμᾰ με βραχύ -α-. Σημασιολογικά, η λ. τόλμη χρησιμοποιείται και «επί καλώ» και «επί κακώ», αλλά διαφοροποιείται από τα αντίστοιχα θράσος και θάρσος / θάρρος].
Dictionary of Greek. 2013.